Κλαδική Μελέτη: Ενέργεια (Νοέμβριος 2022)

Μετά τον κάβο της τρέχουσας κρίσης, η ταχεία υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων κρίνει τη θέση της Ελλάδας στο νέο ενεργειακό χάρτη της περιοχής

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει πλέον ανατρέψει τον ενεργειακό σχεδιασμό της ΕΕ, μετατρέποντας το φυσικό αέριο από μεταβατικό καύσιμο (στην προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα) σε μέσο άσκησης πίεσης στα πλαίσια των γεωπολιτικών εντάσεων. Σε αυτό το περιβάλλον, το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας γίνεται ύψιστης σημασίας, με την ΕΕ υπό καθεστώς πίεσης να αποφασίζει τη σταδιακή απεξάρτηση από ρωσικές εισαγωγές ενέργειας και να θέτει πιο φιλόδοξους στόχους πράσινης μετάβασης. Λαμβάνοντας υπόψιν την κρισιμότητα της τρέχουσας συγκυρίας, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ συνέταξε σχετική κλαδική μελέτη, εκτιμώντας (i) βραχυπρόθεσμα τη δυνατότητα του ενεργειακού τομέα της Ελλάδος να ανταποκριθεί στην ενεργειακή κρίση και (ii) μεσοπρόθεσμα το ρόλο που η χώρα δύναται να διαδραματίσει στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη που, μετά την απομόνωση της Ρωσίας, σχεδιάζεται από την αρχή.

Ξεκινώντας με μια βραχυπρόθεσμη οπτική της συγκυρίας, το κρίσιμο δεδομένο για την Ελλάδα είναι η υψηλή ενεργειακή της εξάρτηση, καθώς παράγει μόλις το ¼ της ενέργειας που καταναλώνει (κυρίως μέσω ΑΠΕ και δευτερευόντως λιγνίτη). Οι υψηλές ενεργειακές εισαγωγές (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) αποτελούν το βασικότερο παράγοντα αβεβαιότητας στην παρούσα συγκυρία, καθώς η εξάρτηση από τη Ρωσία, αν και μειωμένη, παραμένει σημαντική (35% των εισαγωγών φυσικού αερίου το πρώτο εξάμηνο του 2022, από περίπου 40% το 2021). Με όλη την Ευρώπη να βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού για ενδεχόμενη διακοπή των ρωσικών ροών φυσικού αερίου, η Ελλάδα φαίνεται ικανή να εξασφαλίσει ενεργειακή επάρκεια, καθώς έχει πρόσβαση σε πηγές υποκατάστασης (με εναλλακτικά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή, LNG, και συντηρητική εξοικονόμηση κατανάλωσης), ενώ η βασική πίεση να προέρχεται από τις υψηλές τιμές ενέργειας για όσο διαρκεί η κρίση (250% πάνω από το μέσο όρο της 5ετιας κατά το πρώτο 9μηνο του 2022).

Παράλληλα, η κρισιμότητα της τρέχουσας συγκυρίας δεν πρέπει να εμποδίσει τη χώρα από το να εντοπίσει τις ευκαιρίες που διανοίγονται μόλις η σκόνη του χάους που έχει προκληθεί καταλαγιάσει. Στρέφοντας την ανάλυσή μας σε πιο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, τα ζητούμενα για την Ελλάδα είναι:

 

  • Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας: Η άνοδος του εξηλεκτρισμού (σε 33% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030 από 28% σήμερα) σε συνδυασμό με στοχευμένες πολιτικές αναμένεται να βελτιώσει την ενεργειακή αποδοτικότητα, με αποτέλεσμα η εγχώρια κατανάλωση ενέργειας να σημειώνει μόνο οριακή άνοδο την επόμενη δεκαετία.

  • Αύξηση δυνατότητας παραγωγής ενέργειας: Mε την ενεργειακή κρίση να καθιστά την πράσινη μετάβαση πιο επιτακτική, η Ελλάδα είναι ήδη σε τροχιά αξιοποίησης των ΑΠΕ, με στόχο να καλύψουν το 70% της ηλεκτροπαραγωγής το 2030 (από 40% το 2021). Πρακτικά, αυτό ισοδυναμεί με νέες επενδύσεις ύψους 15 GW στην παραγωγή και 3,5-5 GW στην αποθήκευση, με το επενδυτικό ενδιαφέρον από μεγάλους διεθνείς και εγχώριους παίκτες ήδη να υπερκαλύπτει τις ανάγκες αυτές.

  • Αύξηση διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων: Η δυναμικότητα εισαγωγών -εξαγωγών ηλεκτρισμού αναμένεται να τριπλασιαστεί την επόμενη δεκαετία, καθώς (i) η υψηλή στοχαστικότητα των ΑΠΕ δημιουργεί εκ περιτροπής πλεονάσματα και ελλείμματα παραγωγής και (ii) τα πράσινα ενεργειακά projects των χωρών της Νότιας Μεσογείου (όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ) δημιουργούν τις συνθήκες η Ελλάδα να αναχθεί σε κόμβο μεταφοράς οικονομικής πράσινης ενέργειας προς την Ευρώπη.

  • Αύξηση διεθνών διασυνδέσεων φυσικού αερίου: Η ουκρανική κρίση μετέφερε μέρος του κέντρου βάρους του συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου προς το νότιο κομμάτι της Ευρώπης (για εύρεση εναλλακτικών χωρών προέλευσης). Σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάζονται επενδύσεις τόσο σε διασυνδέσεις εξαγωγών φυσικού αερίου προς τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης (όπως η Βουλγαρία με τον IGB) όσο και σε υποδομές αντίστοιχης δυναμικότητας εισαγωγών (όπως τα LNG terminals).

Οι ευεργετικές επιδράσεις στην κατανάλωση από την άνοδο της αποδοτικότητας, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις σε παραγωγή ΑΠΕ και διεθνείς διασυνδέσεις (συνολικού ύψους της τάξης των €35 δις) θα επιτρέψουν τη μετάβαση σε ένα πράσινο μείγμα ενέργειας ενώ παράλληλα θα προσφέρουν την ευκαιρία στη χώρα να λειτουργήσει ως ένας καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, η αύξηση της ενεργειακής αυτονομίας της χώρας σχεδόν στο 1/2 της κατανάλωσης το 2030 από 1/4 σήμερα αναμένεται να οδηγήσει σε όφελος σε όρους ΑΕΠ αναμένεται να προσεγγίζει τα €2,5-3,5 δις ετησίως.


Καθώς η πράσινη μετάβαση δεν αποτελεί πλέον απλά χρέος προς τις επόμενες γενιές αλλά και επένδυση στην ενεργειακή ασφάλεια και ευημερία, είναι η ευκαιρία της Ελλάδας να κινηθεί γρήγορα στη θέσπιση των σχετικών ρυθμιστικών πλαισίων (όπως χάρτες υπεράκτιων αιολικών πάρκων, κανόνες χρήσης γης και ζητήματα αποθήκευσης φυσικού αερίου) ώστε να εξασφαλιστεί η συντονισμένη και ταχεία (έναντι ανταγωνιστικών σχεδίων άλλων χωρών) υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων για να αναχθεί η χώρα σε περιφερειακό ενεργειακό κέντρο.

Δείτε το σχετικό infographic:

Κλαδική Μελέτη: Ενέργεια (Νοέμβριος 2022)
Κλείσιμο
Κλείσιμο
back-to-top