Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις: Εργατικό δυναμικό (Μάιος 2024)

Η εκπαίδευση των εργαζομένων μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στη στενότητα της αγοράς εργασίας

Με το αποτύπωμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης να έχει πλέον υποχωρήσει αισθητά και την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από την ΕΕ, κρίσιμος παράγοντας περαιτέρω οικονομικής επιτάχυνσης είναι η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Θέλοντας να χαρτογραφήσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων και τις παραμέτρους που δυσκολεύουν την προσέλκυση εργατικού δυναμικού, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ αξιοποίησε τα ευρήματα έρευνας πεδίου σε 800 ΜμΕ. Από την ανάλυση προκύπτει ότι:

  • Σχεδόν το 70% του τομέα αναζητά σταθερά προσωπικό την τελευταία διετία (από σχεδόν 30% στην περίοδο της κρίσης), με τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες να είναι πιο κινητικές σε αυτό το πεδίο. Αξιοσημείωτο είναι ότι βασικό κίνητρο αναζήτησης εργαζομένων αποτελεί η αύξηση πωλήσεων (υπερισχύοντας των αναγκών αντικατάστασης ή προσωρινής φύσης), επιβεβαιώνοντας έτσι την αναπτυξιακή και επεκτατική δυναμική του ελληνικού επιχειρείν.

  • Ωστόσο, η κινητοποίηση αυτή συνοδεύεται από σταθερά αυξανόμενη δυσχέρεια κάλυψης των θέσεων, με το 71% των ΜμΕ να δηλώνει ότι δυσκολεύεται περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν (έναντι ποσοστού 59% προ διετίας). Υψηλότερη πίεση εντοπίζεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφεραν να καλύψουν μόλις το ½ των θέσεων που αναζήτησαν. Σε μεγάλο βαθμό η δυσκολία αυτή ερμηνεύεται από την υψηλή αναντιστοιχία δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και επιχειρηματικών αναγκών που εντοπίζεται στην Ελλάδα και επιβεβαιώνεται από την έρευνα της ΕΤΕ. Ειδικότερα, ως κύριος παράγοντας δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης αναδεικνύεται η απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας (αφορά τα 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό), ενώ στις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης βασικό πρόβλημα ήταν η απουσία ενδιαφέροντος (αφορά σχεδόν τα 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό).

  • Ως καταλύτης για την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, κυρίως για θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αναδεικνύεται η εκπαίδευση στο χώρο εργασίας. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, επιχειρήσεις που παρέχουν εκπαίδευση στο προσωπικό τους (σχεδόν 1/3 του τομέα) επιτυγχάνουν υψηλότερη κάλυψη θέσεων εργασίας κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ παράλληλα απολαμβάνουν οφέλη παραγωγικότητας.

Ενώ οι δράσεις εκπαίδευσης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, η ένταση του προβλήματος απαιτεί πιο συνολική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική σχέση ανεργίας και κενών θέσεων εργασίας για την Ελλάδα (καμπύλη Beveridge), η δυσκολία κάλυψης θέσεων αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά όσο η ανεργία θα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα. Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ευνοϊκότερη σχέση ανεργίας και κενών θέσεων, ακολουθώντας ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως ενθάρρυνση συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (π.χ. job sharing) και προσέλκυση εργαζομένων από το εξωτερικό (π.χ. tech visa, διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες για θέσεις χαμηλής ειδίκευσης). Οι παραπάνω πολιτικές, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της κουλτούρας εκπαίδευσης των εργαζόμενων από τις ίδιες τις επιχειρήσεις μπορούν να δημιουργήσουν εχέγγυα για αυξημένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και αυξημένη απόδοση των επιχειρηματικών τους σχεδίων.

 

Δείτε το σχετικό infographic:

Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις: Εργατικό δυναμικό (Μάιος 2024)
Κλείσιμο
Κλείσιμο
back-to-top